-
Δεν είχα άλλη επιλογή. Δεν μου είχες αφήσει περιθώρια. Με απειλούσες. Θα
φανέρωνες το μυστικό. Δεν πρέπει να μαθευτεί πόσο ερωτευμένος ήμουν με την
Ερατώ. Δεν ήταν ευτυχισμένη πλάι στο Δημήτρη. Πόσο έλιωνα όταν την έβλεπα κλεισμένη
στο χρυσό της κλουβί. Όμως κανείς δεν πρέπει να μάθει για το μωρό, την Κλειώ…
-
Αρκετά, τον διέκοψε ο Αυγερινός. Οι τηλεφωνικές κλήσεις δεν είναι ασφαλείς. Θα
πούμε περισσότερα από κοντά. Να έχεις το νου σου. Θα σε ξαναπάρω σύντομα.
Ο
Αυγερινός έκλεισε το τηλέφωνο απότομα. Ο Άλκης έκανε το αυτοκίνητο δεξιά και
έσβησε τη μηχανή. Για μια στιγμή πέρασαν απ’ τη σκέψη του οι απειλές που είχε
δεχθεί, τα τραγικά του διλήμματα και η ακόμη σκληρότερη απόφασή του να υποκύψει
στον εκβιασμό. Είχε μετανιώσει, μισούσε τον εαυτό του που φάνηκε αδύναμος όταν
έπρεπε. Συνειδητοποίησε ότι είχε πια περάσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο
θύμα και το θύτη. Και όσο και αν δεν ήθελε να το πιστέψει, όσο δύσκολο και αν
ήταν να το αποδεχτεί, είχε πλέον υιοθετήσει το ρόλο το θύτη. Μονολογούσε: Πάνω
στα δυο χέρια σου λιώνω, ένα στίχο σκοτώνω, πάρε με μαζί σου. Είσαι πολύ κοντά,
είσαι πολύ μακριά… Φοβάμαι, φοβάμαι, φοβάμαι… (1).
Δυο
δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Δάκρυα που θα μετατρέπονταν σε χείμαρρο αν δεν
αντηχούσαν ακόμη στη σκέψη του τα λόγια του Αυγερινού: «Φρόντισε να
απασχολήσεις το Δημήτρη». Έπρεπε να συνέλθει, να ανασκουμπωθεί και να πάει
γρήγορα σπίτι. Όσο μακριά και αν έμενε τόσα χρόνια από το Δημήτρη, όσο και αν
απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια, όσο ένοχος και αν ένιωθε, όσο απότομα και
αν είχε φύγει από εκείνη την παρτίδα σκάκι που έληξε πριν καν αρχίσει, έπρεπε
να επιστρέψει. Είχε έρθει πια ο καιρός να αντιμετωπίσει ό,τι τον φόβιζε, ό,τι
τον έκανε να ντρέπεται, να αναμετρηθεί επιτέλους με τον ίδιο του τον εαυτό.
Γύρισε
το κλειδί στη μηχανή και άρχισε να οδηγεί σα χαμένος. Το γκρίζο του αυτοκίνητο
μόλις που διακρινόταν στην ομίχλη. Δεν οδήγησε ξανά τη μηχανή του από εκείνη τη
νύχτα. Την είχε αφήσει ανέπαφη, τρακαρισμένη, σε ασφαλές μέρος. Απειλές,
εκβιασμοί, διλήμματα, έρωτας, τύψεις, όλα ήταν εδώ, μπροστά του. Οι σκέψεις του
γίνονταν λέξεις: Έλα και κόψε με στα δυο με μια ματιά μαχαίρι ματωμένο, δύο φορές να σ’
αγαπώ και δυο ζωές για να σε περιμένω (2). Όμως ο εντολέας του ήταν
σαφής. Έπρεπε να φτάσει σπίτι, να απασχολήσει το Δημήτρη μέχρι να καταφτάσει ο
οδηγός του Αυγερινού. Πάτησε ακόμη περισσότερο το γκάζι υπακούοντας ξανά στις
οδηγίες του.
Και
τότε ο δρόμος άρχισε να παίρνει μορφή. Μέσα από το γκρίζο του μια γυναικεία,
αέρινη, μορφή, ή μήπως δύο; Ένιωθε τα γαλανά μάτια της Ερατώ να του χαμογελούν
τρυφερά, με καλοσύνη, σαν να τον συγχωρούν, να δικαιολογούν την αδυναμία του.
Πώς να εναντιωνόταν στον Αυγερινό; Ποιος θα τολμούσε; Ένας γνώριμος ψίθυρος στ’
αυτιά του. Μια γυναικεία φωνή: Όταν ζητάς τον άνθρωπό σου θα είμαι κάπου
εκεί κοντά, ο φύλακας ο άγγελός σου (3). Ο Άλκης άρχισε να τραγουδά με
τρεμάμενη φωνή: Πες του πως κάποιος μια φορά αληθινά σ’ είχε αγαπήσει (3).
Και
ύστερα άλλη μία φωνή: Όταν θα νιώθεις μοναξιά, όταν το σπίτι θα’ ναι
άδειο, θα’ χεις εμένα συντροφιά και θα σου δίνω εγώ κουράγιο (3). Κι
όμως, η δεύτερη αυτή φωνή, όσο κι αν έμοιαζε της Ερατούς, δεν ήταν εκείνης.
Ποια ήταν; Μήπως η Θάλεια; Μα αυτό φάνταζε παράξενο, απίθανο, εξωπραγματικό.
Ποτέ δεν είχε καταλάβει τον κρυφό έρωτα που έτρεφε για εκείνον. Είναι δυνατόν
να συμβαίνει αυτό; Μπα, μάλλον όχι. Ή μήπως ναι; Και αν ναι, μήπως τελικά ο
Αυγερινός ενεργούσε κατ’ εντολή της Θάλειας; Ή τελικά η Θάλεια είναι αμέτοχη σε
αυτή την πλεκτάνη; Μα η Θάλεια αγαπούσε την αδερφή της. Έτσι δείχνει
τουλάχιστον, έτσι λέει. Να προσποιείται; Μα τότε γιατί να θέλει να κάνει το
Δημήτρη να υποφέρει; Για να καλύψει τα ίχνη της; Δεν το χωρά ο νους! Ή μήπως όλα
αυτά είναι ανυπόστατες σκέψεις και υποφέρει πραγματικά από την απουσία της;
Σκέψεις
θολές, διάσπαρτες, βασανιστικές που δεν έλεγαν να σωπάσουν. Ο ψίθυρος ολοένα
μεγάλωνε. Γινόταν πλέον εκκωφαντικός: Μονάχα εσύ να’ σαι καλά, μη δω στα μάτια σου
ούτε δάκρυ, μπορεί να ζούμε χωριστά, μα τότε ζήσαμε μια αγάπη (3).
-
Ερατώ μη, σταμάτα, φώναξε δυνατά με έναν πνιγηρό λυγμό που εκλιπαρούσε: Ό,τι
κι αν γίνει ένα να λες πως μ’ αγαπάς χίλιες φορές, κι εγώ… εσένα (4).
Η
μια φωνή να εναλλάσσεται με την άλλη: Όταν μαυρίζει ο ουρανός, όταν παγώνει η
αγκαλιά σου κι όταν σε πνίγει ένας λυγμός εγώ θα έρχομαι κοντά σου (3).
-
Θάλεια, όχι, όχι. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Δεν μπορεί. Σας παρακαλώ, σταματήστε
τώρα. Δεν αντέχω αυτή την τιμωρία. Μη με κάνετε να υποφέρω άλλο. Τι θέλετε πια
από μένα; Πληρώνω ακόμη για εκείνη τη νύχτα, πλήρωσα… Κι έπειτα μέτρησα πάλι για να δω
αν ειν’ τα λάθη μου εδώ και δεν έλειπε κανένα (4). Μη…
Ο
Άλκης πάτησε το γκάζι με όση δύναμη είχε. Προσπαθούσε να ξεφύγει από τις φωνές.
Να δραπετεύσει από τα αερικά και τις ερινύες που του έγνεφαν. Είχε μια αποστολή
να εκτελέσει. Έπρεπε να φτάσει σπίτι το συντομότερο δυνατόν. Να κρυφτεί μέσα
στους τέσσερις τοίχους, να νιώσει προστατευμένος, ασφαλής και να κρατήσει το
Δημήτρη απασχολημένο μέχρι να φτάσει ο Αστεριάδης.
Η
ομίχλη γινόταν ολοένα και πιο πυκνή στο στενό δρόμο που ακολουθούσε. Τελευταία
στιγμή είδε το πράσινο φορτηγό μπροστά του. Ο οδηγός δεν μπορούσε να διακρίνει
από μακριά το γκρίζο αυτοκίνητο που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Τα φρένα
ούρλιαξαν και οι ρόδες από τα λάστιχα άφησαν τα αποτυπώματά τους στο οδόστρωμα…
(1)
Φοβάμαι
Μουσική:
Γιώργος Παπαποστόλου
Στίχοι:
Γιώργος Παρώδης
Ερμηνεία:
Μπλε
(2)
Έλα και κόψε με στα δυο
Μουσική:
Χριστόφορος Γερμενής
Στίχοι:
Γιάννης Κότσιρας, Βασίλης Μακριμίχαλος
Ερμηνεία:
Γιάννης Κότσιρας
(3)
Φύλακας άγγελος
Μουσική:
Αντώνης Μιτζέλος
Στίχοι:
Ελένη Ζιώγα
Ερμηνεία:
Γιάννης Κότσιρας
(4)
Μέτρησα
Μουσική/Στίχοι:
Νίκος Ζούδιαρης
Ερμηνεία:
Ελευθερία Αρβανιτάκη
Please use the translate button
to read my text in your language.